αξίδιαστος

αξίδιαστος
-η, -ο
1. (για κρασί) αυτός που δεν μετατράπηκε σε ξίδι
2. αυτός που δεν ραντίστηκε με ξίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αξίδιαστος — η, ο αυτός που δεν έγινε ξίδι: Το κρασί είναι αξίδιαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”